λούπος

λούπος
ο
παλαιότερη ονομασία τής δερματικής πάθησης λύκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lupus «λύκος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λούπος — ο (λ. λατ.), πάθηση του δέρματος. Βλ. λύκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρουτίλιος Λούπος — (13 – 47 μ.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας γιος του δήμαρχου Πόπλιου Λούπου. Έγραψε στους χρόνους του Τιβέριου ένα έργο για τα σχήματα του λόγου, σύνοψη μιας ελληνικής πραγματείας που είχε γράψει ο Γοργίας ο Αθηναίος, Περί σχημάτων διανοίας και λέξεως. Η… …   Dictionary of Greek

  • Димитрий Солунский — Άγιος Δημήτριος …   Википедия

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • λούπης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Γεώργιος (Σκορδαλού Κυδωνίας 1790 – 1858). Συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις σε όλη την Κρήτη και διακρίθηκε για την ανδρεία του ως οπλαρχηγός της επαρχίας του. Μετά το τέλος της… …   Dictionary of Greek

  • ονία — Πόλη της αρχαίας Αιγύπτου. Ονομαζόταν και Όνιον. Οφείλει την ονομασία της στον βασιλιά των Ιουδαίων Ονία τον Δ’, τον οποίο είχε προσεταιριστεί ο Πτολεμαίος ο Φιλομήτωρ. Στην πόλη, ο Ονίας Δ’, ίδρυσε εβραϊκό ναό στο πρότυπο εκείνου του Σολομώντα.… …   Dictionary of Greek

  • φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας …   Dictionary of Greek

  • λύκος — ο θηλ. αινα και ισσα 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο: Οι λύκοι επιτέθηκαν στο κοπάδι με τα πρόβατα. 2. φυματίωση του δέρματος (λούπος): Ερυθηματώδης λύκος. 3. φρ., «Πεινούσε σαν λύκος», πεινούσε υπερβολικά· «Έπεσα στο στόμα του λύκου», κινδύνεψα πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”